Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπευκής
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περίπηξις
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
View word page
περιπετής
περιπετής περιπετής, ές περιπεσεῖν falling round, ἀμφὶ μέσσῃ προσκείμενος π. lying with his arms clasped round her waist, Soph. wrapt in, πέπλοισι Aesch. ἔγχος π. the sword round which (i. e. on which) he has fallen, Soph. falling in with danger, etc., c. dat., Dem.; π. γενέσθαι τῇ αἰτίᾳ to become liable to . . , Plut. changing suddenly, περιπετέα πρήγματα a sudden reverse, Hdt.; π. τύχαι Eur.

ShortDef

falling round

Debugging

Headword:
περιπετής
Headword (normalized):
περιπετής
Headword (normalized/stripped):
περιπετης
IDX:
25777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25806
Key:
peripeth/s

Data

{'content': 'περιπετής\n περιπετής, ές\n περιπεσεῖν\n falling round, ἀμφὶ μέσσῃ προσκείμενος π. lying with his arms clasped round her waist, Soph.\n wrapt in, πέπλοισι Aesch.\n ἔγχος π. the sword round which (i. e. on which) he has fallen, Soph.\n falling in with danger, etc., c. dat., Dem.; π. γενέσθαι τῇ αἰτίᾳ to become liable to . . , Plut.\n changing suddenly, περιπετέα πρήγματα a sudden reverse, Hdt.; π. τύχαι Eur.', 'key': 'peripeth/s'}