Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπευκής
περιπήγνυμι
View word page
περιαγείρομαι
περιαγείρομαι to go round and collect money:—in Mid. to do so for oneself, Plat.

ShortDef

collect for oneself as pay

Debugging

Headword:
περιαγείρομαι
Headword (normalized):
περιαγείρομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαγειρομαι
IDX:
25770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25799
Key:
periagei/rw

Data

{'content': 'περιαγείρομαι\n to go round and collect money:—in Mid. to do so for oneself, Plat.', 'key': 'periagei/rw'}