Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
View word page
περιπέλομαι
περιπέλομαι only in Epic syncop. part., of Place, c. acc., ἄστυ περιπλομένων Dep. to move round, be round about, δηίων while the enemy are about the town, Il. of Time, περιπλομένου δʼ ἐνιαυτοῦ as the year went round, passed, Od., Hes.; περιπλομένων ἐνιαυτῶν Od.; πέντε π. ἐνιαυτούς during five revolving years, Il.

ShortDef

to move round, be round about

Debugging

Headword:
περιπέλομαι
Headword (normalized):
περιπέλομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπελομαι
IDX:
25767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25796
Key:
peripe/lomai

Data

{'content': 'περιπέλομαι\n only in Epic syncop. part., of Place, c. acc., ἄστυ περιπλομένων\n Dep. to move round, be round about, δηίων while the enemy are about the town, Il.\n of Time, περιπλομένου δʼ ἐνιαυτοῦ as the year went round, passed, Od., Hes.; περιπλομένων ἐνιαυτῶν Od.; πέντε π. ἐνιαυτούς during five revolving years, Il.', 'key': 'peripe/lomai'}