Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
View word page
περιπείρω
περιπείρω to pierce as with a spit: metaph. to pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις NTest.
ShortDef
to pierce as with a spit
Debugging
Headword:
περιπείρω
Headword (normalized):
περιπείρω
Headword (normalized/stripped):
περιπειρω
IDX:
25766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25795
Key:
peripei/rw
Data
{'content': 'περιπείρω\n to pierce as with a spit: metaph. to pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις NTest.', 'key': 'peripei/rw'}