Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
View word page
περίπατος
περίπατος περί-πᾰτος, ὁ, a walking about, walking, Plat., etc. a place for walking, a covered walk, Xen. discourse during a walk, a philosophical discussion, Ar. οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου the Peripatetics, school of Aristotle, because he taught walking in a περίπατος of the Lyceum at Athens, Plut., etc.

ShortDef

a walking about, walking

Debugging

Headword:
περίπατος
Headword (normalized):
περίπατος
Headword (normalized/stripped):
περιπατος
IDX:
25765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25794
Key:
peri/patos

Data

{'content': 'περίπατος\n περί-πᾰτος, ὁ,\n a walking about, walking, Plat., etc.\n a place for walking, a covered walk, Xen.\n discourse during a walk, a philosophical discussion, Ar.\n οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου the Peripatetics, school of Aristotle, because he taught walking in a περίπατος of the Lyceum at Athens, Plut., etc.', 'key': 'peri/patos'}