Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννυμι
View word page
περιπατητικός
περιπατητικός from περιπᾰτέω περιπᾰτητικός, ή, όν walking about while teaching: hence Aristotle and his followers were called περιπατητικοί, Peripatetics, Cir., Luc.

ShortDef

walking about while teaching

Debugging

Headword:
περιπατητικός
Headword (normalized):
περιπατητικός
Headword (normalized/stripped):
περιπατητικος
IDX:
25764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25793
Key:
peripathtiko/s

Data

{'content': 'περιπατητικός\n from περιπᾰτέω\n περιπᾰτητικός, ή, όν\n walking about while teaching: hence Aristotle and his followers were called περιπατητικοί, Peripatetics, Cir., Luc.', 'key': 'peripathtiko/s'}