Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
View word page
περιπατέω
περιπατέω fut. ήσω περίπατος to walk up and down, to walk about, Ar., Xen.: generally, to walk, Plat., etc. metaph. to walk, i. e. live, NTest.

ShortDef

to walk up and down, to walk about

Debugging

Headword:
περιπατέω
Headword (normalized):
περιπατέω
Headword (normalized/stripped):
περιπατεω
IDX:
25763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25792
Key:
peripate/w

Data

{'content': 'περιπατέω\n fut. ήσω\n περίπατος\n to walk up and down, to walk about, Ar., Xen.: generally, to walk, Plat., etc.\n metaph. to walk, i. e. live, NTest.', 'key': 'peripate/w'}