Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περίπεμπτος
View word page
περιπαθής
περιπαθής περι-πᾰθής, ές παθεῖν in violent excitement, greatly distressed, Polyb. absol. passionate, Luc.:— adv. -θῶς, Luc.
ShortDef
in violent excitement, greatly distressed
Debugging
Headword:
περιπαθής
Headword (normalized):
περιπαθής
Headword (normalized/stripped):
περιπαθης
IDX:
25761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25790
Key:
peripaqh/s
Data
{'content': 'περιπαθής\n περι-πᾰθής, ές\n παθεῖν\n in violent excitement, greatly distressed, Polyb.\n absol. passionate, Luc.:— adv. -θῶς, Luc.', 'key': 'peripaqh/s'}