Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
View word page
περιοχή
περιοχή περιοχή, ἡ, περιέχω compass, extent:—a mass, body, Plut. a portion circumscribed, a section of a book, NTest.
ShortDef
compass, extent a mass, body
Debugging
Headword:
περιοχή
Headword (normalized):
περιοχή
Headword (normalized/stripped):
περιοχη
IDX:
25760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25789
Key:
perioxh/
Data
{'content': 'περιοχή\n περιοχή, ἡ,\n περιέχω\n compass, extent:—a mass, body, Plut.\n a portion circumscribed, a section of a book, NTest.', 'key': 'perioxh/'}