Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
περιαγγέλλω
View word page
περιούσιος
περιούσιος from περιουσία περιούσιος, ον, having more than enough: especial, peculiar, NTest.
ShortDef
having more than enough: especial, peculiar
Debugging
Headword:
περιούσιος
Headword (normalized):
περιούσιος
Headword (normalized/stripped):
περιουσιος
IDX:
25759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25788
Key:
periou/sios
Data
{'content': 'περιούσιος\n from περιουσία\n περιούσιος, ον,\n having more than enough: especial, peculiar, NTest.', 'key': 'periou/sios'}