Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περί
View word page
περιουσία
περιουσία περιουσία, ἡ, περίειμι, supersum that which is over and above necessary expenses, surplus, abundance, plenty, Ar., Thuc., etc. absol. abundance, plenty, wealth, Plat., etc.; ἀπὸ περιουσίας with plenty of other resources, ex abundanti, Thuc., etc.; εἰς περιουσίαν so as to bring advantage, Dem.; ἐκ περιουσίας at an advantage, Dem. superiority of numbers or force, Thuc. a being saved, survival, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; what is its chance of being saved? Dem.

ShortDef

surplus, abundance, survival

Debugging

Headword:
περιουσία
Headword (normalized):
περιουσία
Headword (normalized/stripped):
περιουσια
IDX:
25758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25787
Key:
periousi/a

Data

{'content': 'περιουσία\n περιουσία, ἡ,\n περίειμι, supersum\n that which is over and above necessary expenses, surplus, abundance, plenty, Ar., Thuc., etc.\n absol. abundance, plenty, wealth, Plat., etc.; ἀπὸ περιουσίας with plenty of other resources, ex abundanti, Thuc., etc.; εἰς περιουσίαν so as to bring advantage, Dem.; ἐκ περιουσίας at an advantage, Dem.\n superiority of numbers or force, Thuc.\n a being saved, survival, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; what is its chance of being saved? Dem.', 'key': 'periousi/a'}