Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
View word page
περιορχέομαι
περιορχέομαι fut. ήσομαι Dep. to dance around, Luc.

ShortDef

to dance around

Debugging

Headword:
περιορχέομαι
Headword (normalized):
περιορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιορχεομαι
IDX:
25757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25786
Key:
periorxe/omai

Data

{'content': 'περιορχέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to dance around, Luc.', 'key': 'periorxe/omai'}