Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
View word page
περιορύσσω
περιορύσσω Attic -ττω fut. ξω to dig round, π. λίμνην to dig a lake round, Hdt. to dig up around, Plut. to dig out around, Plut.
ShortDef
to dig round
Debugging
Headword:
περιορύσσω
Headword (normalized):
περιορύσσω
Headword (normalized/stripped):
περιορυσσω
IDX:
25756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25785
Key:
perioru/ssw
Data
{'content': 'περιορύσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to dig round, π. λίμνην to dig a lake round, Hdt.\n to dig up around, Plut.\n to dig out around, Plut.', 'key': 'perioru/ssw'}