Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
View word page
περιορμίζω
περιορμίζω fut. ίσω to bring round [a ship] to anchor, Dem.:—Mid. to come to anchor, Thuc.
ShortDef
to bring round
Debugging
Headword:
περιορμίζω
Headword (normalized):
περιορμίζω
Headword (normalized/stripped):
περιορμιζω
IDX:
25755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25784
Key:
periormi/zw
Data
{'content': 'περιορμίζω\n fut. ίσω\n to bring round [a ship] to anchor, Dem.:—Mid. to come to anchor, Thuc.', 'key': 'periormi/zw'}