Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίοικος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
View word page
περιορμέω
περιορμέω fut. ήσω to anchor round, to blockade, Thuc.
ShortDef
to anchor round, to blockade
Debugging
Headword:
περιορμέω
Headword (normalized):
περιορμέω
Headword (normalized/stripped):
περιορμεω
IDX:
25754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25783
Key:
periorme/w
Data
{'content': 'περιορμέω\n fut. ήσω\n to anchor round, to blockade, Thuc.', 'key': 'periorme/w'}