Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιοικοδομέω
περίοικος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
περιούσιος
περιοχή
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
View word page
περιορισμός
περιορισμός from περιορίζω περιορισμός, οῦ, ὁ, a limitation, Plut.

ShortDef

a limitation

Debugging

Headword:
περιορισμός
Headword (normalized):
περιορισμός
Headword (normalized/stripped):
περιορισμος
IDX:
25753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25782
Key:
periorismo/s

Data

{'content': 'περιορισμός\n from περιορίζω\n περιορισμός, οῦ, ὁ,\n a limitation, Plut.', 'key': 'periorismo/s'}