Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιοδίζω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσία
View word page
περίοπτος
περίοπτος περί-οπτος, ον, ὄψομαι to be seen all round, in a commanding position, Plut. conspicuous, admirable, Plut.:—adv. -τως, gloriously, Plut.
ShortDef
to be seen all round, in a commanding position
Debugging
Headword:
περίοπτος
Headword (normalized):
περίοπτος
Headword (normalized/stripped):
περιοπτος
IDX:
25748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25777
Key:
peri/optos
Data
{'content': 'περίοπτος\n περί-οπτος, ον,\n ὄψομαι\n to be seen all round, in a commanding position, Plut.\n conspicuous, admirable, Plut.:—adv. -τως, gloriously, Plut.', 'key': 'peri/optos'}