Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιοδεύω
περιοδίζω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
View word page
περιοπτέος
περιοπτέος περι-οπτέος, η, ον, verb. adj. of περιοράω to be overlooked or suffered, c. part., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.; c. inf., ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Hdt. to be watched or guarded against, Thuc. περιοπτέον one must overlook or suffer, Xen.

ShortDef

to be overlooked

Debugging

Headword:
περιοπτέος
Headword (normalized):
περιοπτέος
Headword (normalized/stripped):
περιοπτεος
IDX:
25747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25776
Key:
periopte/os

Data

{'content': 'περιοπτέος\n περι-οπτέος, η, ον,\n verb. adj. of περιοράω\n to be overlooked or suffered, c. part., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.; c. inf., ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Hdt.\n to be watched or guarded against, Thuc.\n περιοπτέον one must overlook or suffer, Xen.', 'key': 'periopte/os'}