Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέριξ
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδίζω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
View word page
περιολισθάνω
περιολισθάνω aor2 -ώλισθον to slip away all round, slip off, Plut.

ShortDef

to slip away all round, slip off

Debugging

Headword:
περιολισθάνω
Headword (normalized):
περιολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
περιολισθανω
IDX:
25745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25774
Key:
periolisqa/nw

Data

{'content': 'περιολισθάνω\n aor2 -ώλισθον\n to slip away all round, slip off, Plut.', 'key': 'periolisqa/nw'}