Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιξεστός
περιξέω
περιξυράω
πέριξ
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδίζω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περίορθρος
περιορίζω
View word page
περιοικίς
περιοικίς περιοικίς, ίδος, ἡ, fem. of περίοικος dwelling or lying round about, neighbouring, Hdt., Thuc. as Subst. (sc. γῆ, χώρα) , the country round a town, the suburbs, Thuc. a town of περίοικοι, a dependent town, Arist.

ShortDef

neighboring (subst., surrounding territory of a town)

Debugging

Headword:
περιοικίς
Headword (normalized):
περιοικίς
Headword (normalized/stripped):
περιοικις
IDX:
25742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25771
Key:
perioiki/s

Data

{'content': 'περιοικίς\n περιοικίς, ίδος, ἡ,\n fem. of περίοικος\n dwelling or lying round about, neighbouring, Hdt., Thuc.\n as Subst. (sc. γῆ, χώρα) , the country round a town, the suburbs, Thuc.\n a town of περίοικοι, a dependent town, Arist.', 'key': 'perioiki/s'}