Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίνοια
περινοστέω
περιξεστός
περιξέω
περιξυράω
πέριξ
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδίζω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
View word page
περίοιδα
περίοιδα περι-ῄδη perf. and plup. in pres. and imperf. sense to know well how to do, c. inf., περίοιδε νοῆσαι Il.; c. dat., ἴχνεσι γὰρ περιῄδη for he was well skilled in the tracks, Od.:—c. acc. rei et gen. pers., βουλῇ περιίδμεναι ἄλλων (Epic inf.) to be better skilled in counsel than others, Il.

ShortDef

to know well how

Debugging

Headword:
περίοιδα
Headword (normalized):
περίοιδα
Headword (normalized/stripped):
περιοιδα
IDX:
25740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25769
Key:
peri/oida

Data

{'content': 'περίοιδα\n περι-ῄδη\n perf. and plup. in pres. and imperf. sense\n to know well how to do, c. inf., περίοιδε νοῆσαι Il.; c. dat., ἴχνεσι γὰρ περιῄδη for he was well skilled in the tracks, Od.:—c. acc. rei et gen. pers., βουλῇ περιίδμεναι ἄλλων (Epic inf.) to be better skilled in counsel than others, Il.', 'key': 'peri/oida'}