Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περινίσομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
περιξεστός
περιξέω
περιξυράω
πέριξ
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδίζω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
View word page
περιοδίζω
περιοδίζω to be periodical, Strab. from περίοδος
ShortDef
to be periodical
Debugging
Headword:
περιοδίζω
Headword (normalized):
περιοδίζω
Headword (normalized/stripped):
περιοδιζω
IDX:
25738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25767
Key:
periodi/zw
Data
{'content': 'περιοδίζω\n to be periodical, Strab.\n from περίοδος', 'key': 'periodi/zw'}