Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
περιξεστός
περιξέω
περιξυράω
πέριξ
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδίζω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
View word page
περιοδεύω
περιοδεύω fut. σω to go all round, c. acc., Plut.
ShortDef
to go all round
Debugging
Headword:
περιοδεύω
Headword (normalized):
περιοδεύω
Headword (normalized/stripped):
περιοδευω
IDX:
25737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25766
Key:
periodeu/w
Data
{'content': 'περιοδεύω\n fut. σω\n to go all round, c. acc., Plut.', 'key': 'periodeu/w'}