Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιναιέτης
περινέω
περίνεως
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
περιξεστός
περιξέω
περιξυράω
πέριξ
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδίζω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
View word page
περιξυράω
περιξυράω Ionic -έω fut. ήσω to shave all round, Hdt.:—Pass., περιεξυρημένος τὸν πώγωνα having oneʼs beard clean shaven, Luc.
ShortDef
to shave all round
Debugging
Headword:
περιξυράω
Headword (normalized):
περιξυράω
Headword (normalized/stripped):
περιξυραω
IDX:
25734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25763
Key:
pericura/w
Data
{'content': 'περιξυράω\n Ionic -έω\n fut. ήσω\n to shave all round, Hdt.:—Pass., περιεξυρημένος τὸν πώγωνα having oneʼs beard clean shaven, Luc.', 'key': 'pericura/w'}