Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιμηχανάομαι
περιμυκάομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινέω
περίνεως
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
περιξεστός
περιξέω
περιξυράω
πέριξ
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδίζω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
View word page
περινοστέω
περινοστέω fut. ήσω to go round, to visit or inspect, τὰς παλαίστρας Ar. absol. to go about, stalk about, Ar., Plat.
ShortDef
to go round, to visit
Debugging
Headword:
περινοστέω
Headword (normalized):
περινοστέω
Headword (normalized/stripped):
περινοστεω
IDX:
25731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25760
Key:
perinoste/w
Data
{'content': 'περινοστέω\n fut. ήσω\n to go round, to visit or inspect, τὰς παλαίστρας Ar.\n absol. to go about, stalk about, Ar., Plat.', 'key': 'perinoste/w'}