Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμυκάομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινέω
περίνεως
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
περιξεστός
περιξέω
περιξυράω
πέριξ
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδίζω
περίοδος
View word page
περινοέω
περινοέω fut. ήσω to contrive cunningly, Ar. to consider on all sides, consider well, Plut.
ShortDef
to contrive cunningly
Debugging
Headword:
περινοέω
Headword (normalized):
περινοέω
Headword (normalized/stripped):
περινοεω
IDX:
25729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25758
Key:
perinoe/w
Data
{'content': 'περινοέω\n fut. ήσω\n to contrive cunningly, Ar.\n to consider on all sides, consider well, Plut.', 'key': 'perinoe/w'}