Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμυκάομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινέω
περίνεως
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
περιξεστός
περιξέω
περιξυράω
πέριξ
View word page
περινέω
περινέω fut. -νήσω aor1 inf. -νῆσαι lengthd. -νηῆσαι to pile round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt. π. τὴν οἰκίην ὕλῃ to pile it round with wood, Hdt.

ShortDef

swim round
pile, heap round

Debugging

Headword:
περινέω
Headword (normalized):
περινέω
Headword (normalized/stripped):
περινεω
IDX:
25725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25754
Key:
perine/w

Data

{'content': 'περινέω\n fut. -νήσω\n aor1 inf. -νῆσαι\n lengthd. -νηῆσαι\n to pile round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.\n π. τὴν οἰκίην ὕλῃ to pile it round with wood, Hdt.', 'key': 'perine/w'}