Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιμένω
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμυκάομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινέω
περίνεως
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
περιξεστός
περιξέω
περιξυράω
View word page
περιναιέτης
περιναιέτης περι-ναιέτης, ου, ὁ, ναίω one of those who dwell round, a neighbour, Il.
ShortDef
one of those who dwell round, a neighbour
Debugging
Headword:
περιναιέτης
Headword (normalized):
περιναιέτης
Headword (normalized/stripped):
περιναιετης
IDX:
25724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25753
Key:
perinaie/ths
Data
{'content': 'περιναιέτης\n περι-ναιέτης, ου, ὁ,\n ναίω\n one of those who dwell round, a neighbour, Il.', 'key': 'perinaie/ths'}