Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιμάχητος
περιμένω
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμυκάομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινέω
περίνεως
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
περιξεστός
περιξέω
View word page
περιναιετάω
περιναιετάω to dwell round about or in the neighbourhood, Od. in pass. sense, to be inhabited, Od.

ShortDef

to dwell round about

Debugging

Headword:
περιναιετάω
Headword (normalized):
περιναιετάω
Headword (normalized/stripped):
περιναιεταω
IDX:
25723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25752
Key:
perinaieta/w

Data

{'content': 'περιναιετάω\n to dwell round about or in the neighbourhood, Od.\n in pass. sense, to be inhabited, Od.', 'key': 'perinaieta/w'}