Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμένω
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμυκάομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινέω
περίνεως
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περίνοια
View word page
περιμήκης
περιμήκης μῆκος very tall or long, Od.:— very large, huge, Hdt.

ShortDef

very tall

Debugging

Headword:
περιμήκης
Headword (normalized):
περιμήκης
Headword (normalized/stripped):
περιμηκης
IDX:
25720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25749
Key:
perimh/khs

Data

{'content': 'περιμήκης\n μῆκος\n very tall or long, Od.:— very large, huge, Hdt.', 'key': 'perimh/khs'}