Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίλυπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμένω
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμυκάομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινέω
περίνεως
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
View word page
περιμήκετος
περιμήκετος περιμήκετος, ον, poetic for περιμήκης cf. πάχετος very tall or high, Hom.
ShortDef
very tall
Debugging
Headword:
περιμήκετος
Headword (normalized):
περιμήκετος
Headword (normalized/stripped):
περιμηκετος
IDX:
25719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25748
Key:
perimh/ketos
Data
{'content': 'περιμήκετος\n περιμήκετος, ον,\n poetic for περιμήκης\n cf. πάχετος\n very tall or high, Hom.', 'key': 'perimh/ketos'}