περιμήκετος
περιμήκετος
περιμήκετος, ον,
poetic for περιμήκης
cf. πάχετος
very tall or high, Hom.
{
"content": "περιμήκετος\n περιμήκετος, ον,\n poetic for περιμήκης\n cf. πάχετος\n very tall or high, Hom.",
"key": "perimh/ketos"
}