Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλυπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμένω
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμυκάομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινέω
περίνεως
View word page
περιμετρέω
περιμετρέω fut. ήσω to measure all round, Luc.
ShortDef
to measure all round
Debugging
Headword:
περιμετρέω
Headword (normalized):
περιμετρέω
Headword (normalized/stripped):
περιμετρεω
IDX:
25716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25745
Key:
perimetre/w
Data
{'content': 'περιμετρέω\n fut. ήσω\n to measure all round, Luc.', 'key': 'perimetre/w'}