Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλυπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμένω
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμυκάομαι
View word page
περιμάσσω
περιμάσσω Attic -ττω fut. ξω to wipe all round, to purify by magic, disenchant by purification, Dem.
ShortDef
to wipe all round, to purify by magic, disenchant by purification
Debugging
Headword:
περιμάσσω
Headword (normalized):
περιμάσσω
Headword (normalized/stripped):
περιμασσω
IDX:
25712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25741
Key:
perima/ssw
Data
{'content': 'περιμάσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to wipe all round, to purify by magic, disenchant by purification, Dem.', 'key': 'perima/ssw'}