Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλυπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμένω
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
View word page
περιμαιμάω
περιμαιμάω to gaze or peep eagerly round, σκόπελον περιμαιμώωσα (Epic part.), Od.
ShortDef
to gaze
Debugging
Headword:
περιμαιμάω
Headword (normalized):
περιμαιμάω
Headword (normalized/stripped):
περιμαιμαω
IDX:
25710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25739
Key:
perimaima/w
Data
{'content': 'περιμαιμάω\n to gaze or peep eagerly round, σκόπελον περιμαιμώωσα (Epic part.), Od.', 'key': 'perimaima/w'}