Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλυπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμένω
περίμεστος
περιμετρέω
View word page
περιλιχμάομαι
περιλιχμάομαι Dep.: to lick all round, Theocr., Luc. to lick up, Luc.
ShortDef
to lick all round
Debugging
Headword:
περιλιχμάομαι
Headword (normalized):
περιλιχμάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιλιχμαομαι
IDX:
25706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25735
Key:
perilixma/omai
Data
{'content': 'περιλιχμάομαι\n Dep.:\n to lick all round, Theocr., Luc.\n to lick up, Luc.', 'key': 'perilixma/omai'}