Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλυπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
View word page
περιλέπω
περιλέπω fut. ψω to strip off all round, Il., Hdt.

ShortDef

to strip off all round

Debugging

Headword:
περιλέπω
Headword (normalized):
περιλέπω
Headword (normalized/stripped):
περιλεπω
IDX:
25701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25730
Key:
perile/pw

Data

{'content': 'περιλέπω\n fut. ψω\n to strip off all round, Il., Hdt.', 'key': 'perile/pw'}