Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικτίονες
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
View word page
περιλείπομαι
περιλείπομαι aor1 -ελείφθην Pass. to be left remaining, remain over, survive, Il., Hdt., etc.
ShortDef
to be left remaining, remain over, survive
Debugging
Headword:
περιλείπομαι
Headword (normalized):
περιλείπομαι
Headword (normalized/stripped):
περιλειπομαι
IDX:
25698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25727
Key:
perilei/pomai
Data
{'content': 'περιλείπομαι\n aor1 -ελείφθην\n Pass. to be left remaining, remain over, survive, Il., Hdt., etc.', 'key': 'perilei/pomai'}