Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικρύπτω
περικτίονες
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
View word page
περιλάμπω
περιλάμπω fut. ψω to beam around, Plut. c. acc. to shine around, φῶς π. τινά NTest.:—Pass. to be illumined, Plut., Luc.
ShortDef
to beam around
Debugging
Headword:
περιλάμπω
Headword (normalized):
περιλάμπω
Headword (normalized/stripped):
περιλαμπω
IDX:
25697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25726
Key:
perila/mpw
Data
{'content': 'περιλάμπω\n fut. ψω\n to beam around, Plut.\n c. acc. to shine around, φῶς π. τινά NTest.:—Pass. to be illumined, Plut., Luc.', 'key': 'perila/mpw'}