Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίκρημνος
περικρούω
περικρύπτω
περικτίονες
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
View word page
περιλαμβάνω
περιλαμβάνω fut. -λήψομαι aor2 -έλαβον to seize around, embrace, Xen. to encompass or surround an enemy, so as to intercept him, Hdt.; μετεώρους τὰς ναῦς π. to intercept them at sea, Thuc.; ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς when you get hold of him, catch him, Hdt.:—Pass. to be caught, οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ar. to comprehend, include, of a number of particulars, Isocr., Plat.

ShortDef

to seize around, embrace

Debugging

Headword:
περιλαμβάνω
Headword (normalized):
περιλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
περιλαμβανω
IDX:
25695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25724
Key:
perilamba/nw

Data

{'content': 'περιλαμβάνω\n fut. -λήψομαι\n aor2 -έλαβον\n to seize around, embrace, Xen.\n to encompass or surround an enemy, so as to intercept him, Hdt.; μετεώρους τὰς ναῦς π. to intercept them at sea, Thuc.; ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς when you get hold of him, catch him, Hdt.:—Pass. to be caught, οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ar.\n to comprehend, include, of a number of particulars, Isocr., Plat.', 'key': 'perilamba/nw'}