Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικρεμάννυμι
περίκρημνος
περικρούω
περικρύπτω
περικτίονες
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
View word page
περικωνέω
περικωνέω fut. ήσω κῶνος to smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια to black shoes, Ar.
ShortDef
to smear all over with pitch
Debugging
Headword:
περικωνέω
Headword (normalized):
περικωνέω
Headword (normalized/stripped):
περικωνεω
IDX:
25694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25723
Key:
perikwne/w
Data
{'content': 'περικωνέω\n fut. ήσω\n κῶνος\n to smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια to black shoes, Ar.', 'key': 'perikwne/w'}