Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περικρατής
περικρεμάννυμι
περίκρημνος
περικρούω
περικρύπτω
περικτίονες
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
View word page
περικωμάζω
περικωμάζω fut. σω to carouse round, παλαίστρας Ar.

ShortDef

to carouse round

Debugging

Headword:
περικωμάζω
Headword (normalized):
περικωμάζω
Headword (normalized/stripped):
περικωμαζω
IDX:
25693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25722
Key:
perikwma/zw

Data

{'content': 'περικωμάζω\n fut. σω\n to carouse round, παλαίστρας Ar.', 'key': 'perikwma/zw'}