Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικράνιος
περικρατής
περικρεμάννυμι
περίκρημνος
περικρούω
περικρύπτω
περικτίονες
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείπομαι
περιλείχω
View word page
περικυκλόω
περικυκλόω fut. ώσω to encircle, encompass: mostly in Mid. to surround an enemy, Hdt., Xen. intr. to go round, Luc.

ShortDef

to encircle, encompass

Debugging

Headword:
περικυκλόω
Headword (normalized):
περικυκλόω
Headword (normalized/stripped):
περικυκλοω
IDX:
25689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25718
Key:
perikuklo/w

Data

{'content': 'περικυκλόω\n fut. ώσω\n to encircle, encompass: mostly in Mid. to surround an enemy, Hdt., Xen.\n intr. to go round, Luc.', 'key': 'perikuklo/w'}