Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίκομμα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικράνιος
περικρατής
περικρεμάννυμι
περίκρημνος
περικρούω
περικρύπτω
περικτίονες
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείπομαι
View word page
περικτίονες
περικτίονες κτίζω dwellers around, neighbours, Hom.; cf. ἀμφικτίονες.

ShortDef

dwellers around, neighbours

Debugging

Headword:
περικτίονες
Headword (normalized):
περικτίονες
Headword (normalized/stripped):
περικτιονες
IDX:
25688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25717
Key:
perikti/ones

Data

{'content': 'περικτίονες\n κτίζω\n dwellers around, neighbours, Hom.; cf. ἀμφικτίονες.', 'key': 'perikti/ones'}