Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικομίζω
περίκομμα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικράνιος
περικρατής
περικρεμάννυμι
περίκρημνος
περικρούω
περικρύπτω
περικτίονες
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
View word page
περικρύπτω
περικρύπτω fut. ψω aor2 -έκρυβον to conceal entirely, Luc., NTest.
ShortDef
to conceal entirely
Debugging
Headword:
περικρύπτω
Headword (normalized):
περικρύπτω
Headword (normalized/stripped):
περικρυπτω
IDX:
25687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25716
Key:
perikru/ptw
Data
{'content': 'περικρύπτω\n fut. ψω\n aor2 -έκρυβον\n to conceal entirely, Luc., NTest.', 'key': 'perikru/ptw'}