Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικοκκάζω
περικομίζω
περίκομμα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικράνιος
περικρατής
περικρεμάννυμι
περίκρημνος
περικρούω
περικρύπτω
περικτίονες
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύμων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
View word page
περικρούω
περικρούω fut. σω to strike off all round: Pass., περικρουσθεῖσα πέτρας τε καὶ ὄστρεα having stones and shells knocked off, stript of them, Plat.
ShortDef
to strike off all round
Debugging
Headword:
περικρούω
Headword (normalized):
περικρούω
Headword (normalized/stripped):
περικρουω
IDX:
25686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25715
Key:
perikrou/w
Data
{'content': 'περικρούω\n fut. σω\n to strike off all round: Pass., περικρουσθεῖσα πέτρας τε καὶ ὄστρεα having stones and shells knocked off, stript of them, Plat.', 'key': 'perikrou/w'}