Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικλινής
περικλίνω
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημίς
περικνίζω
περικοκκάζω
περικομίζω
περίκομμα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικράνιος
περικρατής
περικρεμάννυμι
περίκρημνος
περικρούω
περικρύπτω
περικτίονες
περικυκλόω
View word page
περίκομψος
περίκομψος περίκομψος, ον, very elegant, exquisite, Ar.
ShortDef
very elegant, exquisite
Debugging
Headword:
περίκομψος
Headword (normalized):
περίκομψος
Headword (normalized/stripped):
περικομψος
IDX:
25679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25708
Key:
peri/komyos
Data
{'content': 'περίκομψος\n περίκομψος, ον,\n very elegant, exquisite, Ar.', 'key': 'peri/komyos'}