Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικλείω
περικλινής
περικλίνω
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημίς
περικνίζω
περικοκκάζω
περικομίζω
περίκομμα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικράνιος
περικρατής
περικρεμάννυμι
περίκρημνος
περικρούω
περικρύπτω
περικτίονες
View word page
περίκομμα
περίκομμα περίκομμα, ατος, τό, περικόπτω that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Ar.
ShortDef
that which is cut off all round, trimmings, mincemeat
Debugging
Headword:
περίκομμα
Headword (normalized):
περίκομμα
Headword (normalized/stripped):
περικομμα
IDX:
25678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25707
Key:
peri/komma
Data
{'content': 'περίκομμα\n περίκομμα, ατος, τό,\n περικόπτω\n that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Ar.', 'key': 'peri/komma'}