Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίκλασις
περικλάω
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλίνω
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημίς
περικνίζω
περικοκκάζω
περικομίζω
περίκομμα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικράνιος
περικρατής
περικρεμάννυμι
περίκρημνος
View word page
περικνίζω
περικνίζω fut. σω to scratch all round, keep nibbling; so in aor1 mid. περικνίξασθε, of bees, Anth.
ShortDef
to scratch all round, keep nibbling
Debugging
Headword:
περικνίζω
Headword (normalized):
περικνίζω
Headword (normalized/stripped):
περικνιζω
IDX:
25675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25704
Key:
perikni/zw
Data
{'content': 'περικνίζω\n fut. σω\n to scratch all round, keep nibbling; so in aor1 mid. περικνίξασθε, of bees, Anth.', 'key': 'perikni/zw'}