Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικίων
περίκλασις
περικλάω
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλίνω
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημίς
περικνίζω
περικοκκάζω
περικομίζω
περίκομμα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικράνιος
περικρατής
περικρεμάννυμι
View word page
περικνημίς
περικνημίς περι-κνημίς, ίδος, ἡ, κνήμη a covering for the leg, Plut.
ShortDef
a covering for the leg
Debugging
Headword:
περικνημίς
Headword (normalized):
περικνημίς
Headword (normalized/stripped):
περικνημις
IDX:
25674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25703
Key:
periknhmi/s
Data
{'content': 'περικνημίς\n περι-κνημίς, ίδος, ἡ,\n κνήμη\n a covering for the leg, Plut.', 'key': 'periknhmi/s'}