Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίκηλος
περικίων
περίκλασις
περικλάω
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλίνω
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημίς
περικνίζω
περικοκκάζω
περικομίζω
περίκομμα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικράνιος
περικρατής
View word page
περικλυτός
περικλυτός περι-κλῠτός, ή, όν heard of all round, famous, renowned, glorious, Lat. inclytus, Hom.
ShortDef
heard of all round, famous, renowned, glorious
Debugging
Headword:
περικλυτός
Headword (normalized):
περικλυτός
Headword (normalized/stripped):
περικλυτος
IDX:
25673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25702
Key:
perikluto/s
Data
{'content': 'περικλυτός\n περι-κλῠτός, ή, όν\n heard of all round, famous, renowned, glorious, Lat. inclytus, Hom.', 'key': 'perikluto/s'}